- ξομπλιάζω
- [ξόμπλι]1. σκέπτομαι εντονότερα, μελετώ, σχεδιάζω2. κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ με προσοχή («θωρώντας, πως η κόρη / τον ασπροφόρο ξόμπλιαζε, κι εκείνο πάντα θώρει», Ερωτόκρ.)3. σχεδιάζω ποικίλματα4. διακοσμώ, στολίζω κάτι με ξόμπλια5. μτφ. συκοφαντώ, κακολογώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.