ξομπλιάζω

ξομπλιάζω
[ξόμπλι]
1. σκέπτομαι εντονότερα, μελετώ, σχεδιάζω
2. κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ με προσοχή («θωρώντας, πως η κόρη / τον ασπροφόρο ξόμπλιαζε, κι εκείνο πάντα θώρει», Ερωτόκρ.)
3. σχεδιάζω ποικίλματα
4. διακοσμώ, στολίζω κάτι με ξόμπλια
5. μτφ. συκοφαντώ, κακολογώ κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αξόμπλιαστος — η, ο [ξομπλιάζω] 1. αυτός που δεν τον διακόσμησαν, ακέντητος 2. μτφ. όποιος δεν κακολογήθηκε, δεν κουτσομπολεύθηκε …   Dictionary of Greek

  • ζαφειροξομπλιασμένος — ζαφειροξομπλιασμένος, η, ο (Μ) στολισμένος με ζαφείρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάφειρος + ξομπλιασμένος (< ξομπλιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ξομπλιάστρα — η 1. κεντήστρα, διακοσμήτρια 2. μτφ. κουτσομπόλα γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξομπλιάζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κεντήσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • ξομπλιαστός — ή, ό [ξομπλιάζω] 1. στολισμένος με ποικίλματα, διακοσμημένος, κεντημένος με ξόμπλια 2. μτφ. αυτός που έχει συκοφαντηθεί, που έχει κακολογηθεί …   Dictionary of Greek

  • ξόμπλιασμα — το [ξομπλιάζω] 1. το στόλισμα με ποικίλματα, με κεντήματα 2. συν. στον πληθ. τα ξομπλιάσματα συκοφαντίες που λέγονται εις βάρος κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ξόμπλιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξομπλιάζω, διακόσμηση, στόλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”